ψηκτροποιός

ψηκτροποιός
ο мистер по изготовлению щёток

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ψηκτροποιός" в других словарях:

  • ψηκτροποιός — ο, Ν τεχνίτης που κατασκευάζει βούρτσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήκτρα + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • ψηκτροποιείο — το, Ν εργοστάσιο ή εργαστήριο όπου κατασκευάζονται βούρτσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηκτροποιός. Η λ., στον λόγιο τ. ψηκτροποιεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στο έντυπο Ἔκθεσις Φυλακῶν Συγγροῦ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»